- εὐόρατος
- εὐόρατοςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευόρατος — εὐόρατος, ον (Α) αυτός που φαίνεται καλά, που βλέπεται σαφώς, ο ορατός, ο εύοπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ορατός (< ορώ)] … Dictionary of Greek
εὐόρατον — εὐόρατος masc/fem acc sg εὐόρατος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐόρατα — εὐόρατος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)